- βαθυσπορος
- βαθύσποροςβαθύ-σπορος2глубоко засеянный, т.е. хорошо распаханный, плодородный
(γύαι Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γύαι Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαθύσπορος — βαθύσπορος, ον (Α) βαθιά σπαρμένος, εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σπόρος < σπόρος < σπείρω. (πρβλ. άσπορος, ομόσπορος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βαθυσπόροις — βαθύσπορος deep sown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσπόρου — βαθύσπορος deep sown masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσπόρους — βαθύσπορος deep sown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)